οστεοπαθητικός

οστεοπαθητικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεοπάθεια
2. φρ. «οστεοπαθητική ιατρική»
ιατρ. αμερικανική ιατρική σχολή που έχει ως βάση τη θεωρία ότι οι νόσοι οφείλονται κυρίως σε απώλεια τής ακεραιότητας τής λεπτής υφής τών ιστών και δίνει ιδιαίτερο ειδικό βάρος στη σχέση μεταξύ μυοσκελετικού συστήματος και λειτουργίας τών οργάνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”